ἀβίαστος — unforced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βιάστηκε, δεν εξαναγκάστηκε: Ό,τι έκαμα το έκαμα αβίαστος. 2. αυτός που γίνεται απλά και χωρίς εκζήτηση: Ο λόγος του ήταν φυσικός και αβίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβιαστος — η, ο χωρίς βιασύνη, ατάραχος: Μόλο που βλεπε τους άλλους να τρέχουν, αυτός βάδιζε άβιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβιαστος — η, ο [βιάζω] αυτός που δεν βιάζεται, ο αργός … Dictionary of Greek
ἀβιάστως — ἀβίαστος unforced adverbial ἀβίαστος unforced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίαστον — ἀβίαστος unforced masc/fem acc sg ἀβίαστος unforced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιάστοις — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιάστου — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιάστων — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιάστῳ — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)